-
1 θραυσμα
-
2 λᾱ-τομέω
λᾱ-τομέω, Steine hauen und brechen, auch behauen, τὰ λατομούμενα ϑραύσματα D. Sic. 3, 12, πέτρας λατομοῠσι 5, 39, a. Sp.
-
3 λατομεω
1 θραυσμα
2 λᾱ-τομέω
λᾱ-τομέω, Steine hauen und brechen, auch behauen, τὰ λατομούμενα ϑραύσματα D. Sic. 3, 12, πέτρας λατομοῠσι 5, 39, a. Sp.
3 λατομεω